- δέλετρο
- το (Α δέλετρον)νεοελλ.στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές τουαρχ.1. δόλωμα2. φανάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF- τού δέλεαρ* + (επίθημα) -τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που απαντά σε γλώσσα τού Ησύχ. «δέλετρονφανός ον οι νυκτερεύοντες φαίνουσι» είναι άγνωστης προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.